- μυριοφοβερισμένος
- μυριοφοβερισμένος, -η, -ον (Μ)πάρα πολύ φοβισμένος, έντρομος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + φοβερισμένος μτχ. παρακ. τού φοβερίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυριοφοβισμένος — μυριοφοβισμένος, η, ον (Μ) ο μυριοφοβερισμένος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φοβισμένος] … Dictionary of Greek